- μυδροκτύπος
- μυδροκτύπος, -ον (Α)αυτός που σφυρηλατεί πυρακτωμένο σίδηρο, σιδηρουργός («μυδροκτύπου μίμημ' ὑπὲρ κάρα βαλὼν ξύλον καθῆκε παιδὸς εἰς ξανθὸν κάρα», Ευρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μύδρος + κτύπος (< κτυπώ), πρβλ. ομβρο-κτύπος].
Dictionary of Greek. 2013.